ρινεγκέφαλος

ρινεγκέφαλος
ο, Ν
1. ανατ. τμήμα τού εγκεφάλου το οποίο αποτελείται από την κάτω επιφάνεια τού μετωπιαίου λοβού και από την περιοχή τού εγκεφαλικού φλοιού γύρω και κάτω από το μεσολόβιο και τους σχετικούς εν τω βάθει πυρήνες τών περιοχών αυτών
2. ζωολ. το τμήμα τού προσεγκεφάλου που σχηματίζει το μεγαλύτερο μέρος τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων τών ιχθύων, τών αμφιβίων και τών ερπετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinencephalon (< ῥίς, ῥινός + εγκέφαλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ρινεγκεφαλικός — ή, ό, Ν [ρινεγκέφαλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρινεγκέφαλο …   Dictionary of Greek

  • ρινικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους» 2. φρ. α. «ρινικός αδένας» βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”